Κατάθλιψη και ανεργία μέσα από την οπτική της ταινίας “Δυο μέρες, μια νύχτα”

Το παρακάτω άρθρο είναι από την ομιλία μου στο Πνευματικό Κέντρο Άμφισσας με αφορμή την “Παγκόσμια Ημέρα Ψυχικής Υγείας”, όπου η Κινηματογραφική Λέσχη Άμφισσας σε συνεργασία με την Εταιρία Κοινωνικής Ψυχιατρικής και Ψυχικής Υγείας του Νομού Φωκίδας παρουσίασαν την ταινία “Δύο ημέρες, μία νύχτα”, των Βέλγων αδερφών Νταρντέν. Πρόκειται για έναν σχολιασμό πάνω στην ταινία υπό το πρίσμα της Ψυχικής Υγείας.

Η συγκεκριμένη ταινία πρόκειται για μια πολυεπίπεδη ταινία, που θίγει πολλά ζητήματα, δύσκολα ζητήματα, που αφήνουν δυσάρεστα συναισθήματα και που όμως ο σκηνοθέτης καταφέρνει διατηρώντας τον ρεαλισμό να αφήσει μια αισιόδοξη νότα, δίνοντας ένα τέλος, που για μένα καλύτερο δεν θα μπορούσε να δοθεί και θα αναφερθώ σε αυτό στη συνέχεια. Η ταινία αυτή αναδεικνύει καταρχήν την αλληλεπίδραση μεταξύ ψυχικής υγείας κι εργασίας, που αποτελεί φέτος σημείο ενδιαφέροντος με αφορμή την φετινή Παγκόσμια Ημέρα Ψυχικής Υγείας.

Η σχέση ανάμεσα σε αυτά τα δύο, είναι μια σχέση αμφίδρομη. Η διατάραξη της ψυχικής υγείας μπορεί να οδηγήσει σε διατάραξη της εργασιακής ισορροπίας ή/κι επιτυχίας (για παράδειγμα στην πορεία της ταινίας διαπιστώνουμε ότι η Σάρα αναγκάζεται να απουσιάσει από την δουλειά της για κάποιο χρονικό διάστημα και όλο αυτό οδηγεί στην απόλυσή της) και αντίστροφα, πολλές φορές η επαγγελματική εξουθένωση (burn-out), το έντονο στρες, ο εργασιακός εκφοβισμός (εργασιακό bullying), η ηθική και ψυχολογική παρενόχληση στην εργασία (mobbing) και φυσικά η έλλειψη εργασίας μπορούν να συμβάλλουν στην δημιουργία ή στην ενίσχυση / διατήρηση μιας ψυχικής ασθένειας. Στην ταινία η Σαντρά έχοντας να αντιμετωπίσει το νέο της απόλυσης, αρχίζει να παίρνει περισσότερα φάρμακα για να αντέξει, η ψυχολογία της περνά από πολλές διακυμάνσεις και φαίνεται ότι τα συμπτώματα της κατάθλιψης επανέρχονται.

Στην ταινία επίσης θίγονται ζητήματα στιγματισμού του εργαζομένου από την ψυχική ασθένεια, βλέποντας πώς αντιμετωπίζουν τη Σαντρά οι εργοδότες της και πώς οι συνάδερφοί της. Υπάρχει η προκατάληψη ότι μετά από αυτό που έπαθε δεν θα είναι πλέον τόσο αποδοτική στην δουλειά της και η διαπίστωση μέσω της απουσίας της ότι δεν μειώθηκε η παραγωγικότητα της εταιρείας οπότε δεν χρειάζονται την συμβολή της. Και φυσικά αναδύεται ένα φλέγον ζήτημα των τελευταίων χρόνων, η εκμετάλλευση και η καταπάτηση των εργασιακών δικαιωμάτων, με την απόφαση της Διεύθυνσης όχι απλώς να την απολύσει αλλά να μεταθέσει αυτή την απόφαση στους συναδέρφους της μέσω τους διλήμματος – δίπολου : έξτρα μπόνους ή Σαντρά. Παρατηρείται λοιπόν η ανάθεση ευθύνης από τους ανωτέρους προς τους υφισταμένους, ως μια στρατηγική αποφυγής ευθύνης, και πιθανόν άσκησης παραδειγματισμού κι εκφοβισμού προς τους λοιπούς εργαζομένους. Παράλληλα παρατηρείται από την μεριά των εργαζομένων, οι οποίοι παρουσιάζονται διασπασμένοι και φοβισμένοι, η αδυναμία διαχείρισης της κατάστασης σε ένα συλλογικό επίπεδο (θα μπορούσαν για παράδειγμα να συσπειρωθούν όλοι σε μια κοινή διαμαρτυρία).

Η συγκεκριμένη ταινία όμως προχωράει πέρα από την κοινωνική πραγματικότητα όπου άνθρωποι της εργατικής τάξης προσπαθούν να αντέξουν σε ένα χωρίς ηθική πλέον εργασιακό περιβάλλον. Κατατίθεται με ένα ευρηματικό κινηματογραφικό τέχνασμα ο διαφορετικός τρόπος προσέγγισης και διαχείρισης μιας κατάστασης από τους ανθρώπους καθώς ξετυλίγονται μπροστά σε ένα δίλημμα διαφορετικές προσωπικότητες και διαφορετικές συμπεριφορές. Το «Δύο Μέρες, Μια Νύχτα» ξετυλίγει το πώς αντιδρά ένας «συνάδελφος» απέναντι στην έκκληση μιας«συναδέλφου» που του ζητάει να αρνηθεί το ατομικό του συμφέρον. Τελικά η αλληλεγγύη είναι μία από τις έννοιες που φαίνεται να θέλει να αναδείξει η ταινία και αυτό που προσπαθεί να επιτύχει η Σαντρά. Και μέσα από την επίτευξη ή μη της αλληλεγγύης παρατηρούμε και τις διακυμάνσεις της διάθεσης της ηρωίδας. Η αλληλεγγύη φαίνεται να γίνεται μοχλός της ψυχικής ασθένειας. Θα ήθελα όμως λίγο να σταθώ στο πώς εκτυλίσσονται οι διαφορετικές προσωπικότητες των 16 ανθρώπων που καλούνται να αποφασίσουν για την μοίρα της. Ο καθένας από τους συναδέλφους της Σαντρά διαθέτει τη δική του μοναδική προσωπικότητα και βασίζει τις απόψεις του σε διαφορετικά κριτήρια. Δίνεται έτσι η δυνατότητα στον θεατή να διαμορφώσει μία ξεχωριστή εικόνα για τον καθένα, κάποιους να τους συμπαθήσει, άλλους να τους μισήσει και ίσους με κάποιους να ταυτιστεί. Κάθε ένας από τους δεκαέξι εργαζόμενους σκιαγραφείται ξεχωριστά και μοναδικά. Αυτός που επιμένει να τηρηθούν η τάξη και οι διαδικασίες, αυτός που είναι αποφασισμένος για την καταδίκη, αυτός που φοβάται να ρισκάρει, αυτός που υπολογίζει όλες τις παραμέτρους, ο μετανάστης που φοβάται οως θα είναι ο επόμενος προς απόλυση, αυτός που επηρεάζεται από τους άλλους, η γυναίκα που βρίσκει ευκαιρία να ξεφύγει από την καταπίεση του συζύγου της. Παρατηρεί άλλωστε κανείς ότι μέσα σε αυτή την διεργασία της Σαντρά προς αναζήτηση αλληλεγγύης, οι άνθρωποι που συναντά επηρεάζονται αντίστοιχα κι έρχονται αντιμέτωποι με τις δικές τους ηθικές αξίες, αδυναμίες, προκλήσεις αλλά κι ανάγκη υποστήριξης.

Να σημειώσω ένα σχόλιο ενός εκ των δύο σκηνοθετών, του Λυκ Νταντέν «Δεν κρίνουμε τους χαρακτήρες τους, ο καθένας από τους συναδέλφους της Σαντρά, έχει ένα καλό λόγο για την απάντηση που δίνει. Δεν υπάρχουν καλοί και κακοί. Δε μας ενδιαφέρει να βλέπουμε έτσι τον κόσμο». Πράγματι, οι έννοιες του καλού και του κακού γίνονται σχετικές κι αναφορικά με το πλαίσιο που τοποθετεί κανείς τις καταστάσεις και τα πρόσωπα. Ο θεατής μετέχει κι αυτός με αγωνία στην αγωνία της ηρωίδας. Παρατηρώντας σε ένα κινηματογραφικό επίπεδο, ο αγώνας επιβίωσης της Σαντρά ξεκινάει όταν την πρωτοσυναντάμε κοιμισμένη και σταδιακά μέσα από διάφορες συναισθηματικές και συμπεριφορικές διακυμάνσεις οδηγείται στην αφύπνιση και στην δυναμικότητα. Γι’ αυτό και τελικά δεν έχει σημασία το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας ούτε το αν θα παραμείνει στην δουλειά. Η ζωή της νοηματοδοτήθηκε από την αίσθηση επάρκειας, την συνειδητοποίηση του δυναμικού της και την είσπραξη αλληλεγγύης. Οι εσωτερικευμένες ψυχικές πηγές ενέργειας (αίσθημα αυτο-αξίας, αυτο-αποτελεσματικότητας, αυτο-ελέγχου, αυτο-προσδιορισμού και αισιοδοξία) συμβάλλουν σημαντικά στη θετικότερη προσέγγιση της ζωής του ατόμου γενικότερα.

Μέσα από αυτή την διαδρομή κι αναμέτρηση ουσιαστικά με τον ίδιο της τον εαυτό η Σαντρά φαίνεται να ενδυναμώθηκε η ίδια και το γεγονός της απόλυσης πλέον να μην είναι για εκείνη τόσο απειλητικό. Αυτό που μπορεί να κρατήσει λοιπόν κάποιος από την ταινία είναι ότι ένα δυσάρεστο γεγονός, μια απώλεια δεν αποτελούν μονόδρομο στο πώς θα επηρεάσουν την ψυχική υγεία, αποτελούν όμως κομμάτι ενός παζλ που χρειάζεται να διερευνήσουμε. Τα ατομικά ψυχικά αποθέματα, το υποστηρικτικό περιβάλλον είτε είναι εργασιακό, οικογενειακό ή κοινωνικό ρίχνουν φως σε αυτή την συσχέτιση. Γι’ αυτό είναι πολύ σημαντική η πρόληψη μέσω παρεμβάσεων αγωγής ψυχικής υγείας με σκοπό την ενημέρωση και την καταπολέμηση του στίγματος, η πρόσβαση σε υπηρεσίες ψυχική υγείας, η υποστήριξη και η διεκδίκηση υγιούς εργασιακού περιβάλλοντος. Και μην ξεχνάμε ότι ο καθένας μπορεί, κατά τη διάρκεια της ζωής του, να αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα ψυχικής υγείας. Επομένως, τα θέματα της ψυχικής υγείας αφορούν τον καθένα.

Φούντζουλα Άννα | 18.10.2017

Τηλέφωνο Επικοινωνίας

698 720 2047

Ωράριο Επικοινωνίας

Δευτέρα – Παρασκευή

09:00 – 21:00

email

anna.fountzoula@gmail.com